- ματαιόκομπος
- ματαιόκομπος, -ον (Α)αυτός που μάταια υπερηφανεύεται, αλαζόνας, κενόδοξος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κόμπος (πρβλ. γλωσσό-κομπος, μελί-κομπος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ματαιοκόμπου — ματαιόκομπος idly boasting masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek